- σινιορία
- (I)η, Ν1. (σε συνεκφορά με τις αντων. μου, σου, του) εγώ, εσύ, αυτός2. (σε συνεκφορά με τις αντων. μας, σας, τους)η αφεντιά μας, σας, τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. signoria «τιμητική προσφώνηση» (< λατ. signo «δηλώνω, σημειώνω»)].————————(II)η, Νμορφή πολεμικής και κοινωνικής συγκρότησης κατά τον Μεσαίωνα και, ιδίως στην Ιταλία, μορφή πολιτεύματος η οποία επικράτησε στις ιταλικές πόλεις-κράτη από τα μέσα τού 13ου αιώνα ώς τις αρχές τού 16ου αιώνα, αντικαθιστώντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, και στην οποία την εξουσία ασκούσε ο σινιόρε, ο άρχοντας, ο δεσπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. signoria].
Dictionary of Greek. 2013.